- ζῦτος
- ζῦτοςneut nom/voc/acc sgζῦτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζύτος — ζύτος, ὁ και ζῡτος, εος, τὸ (Α) πάπ. ο ζύθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη αρχ. προφορά τού ζύθος] … Dictionary of Greek
ζυτάς — ζυτᾱς, ό (Α) [ζύτος] πάπ. ο ζυθοποιός … Dictionary of Greek
ζυτηρά — ζυτηρά, τὰ (Α) [ζύτος] πάπ. τέλος, φόρος τού ζύθου, η κρατική πρόσοδος από τον ζύθο … Dictionary of Greek
ζυτουργείον — ζυτουργεῑον, τὸ (Α) πάπ. το ζυθουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύτος + ουργειο (< ουργός < έργο), πρβλ. ελαι ουργείο, ερι ουργείο] … Dictionary of Greek
ζύθος — ο (Α ζύθος, ὁ και ζῡθος και ζῡτος, ους, τὸ) οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται με ζύμωση ειδικά παρασκευασμένου κριθαριού τής βύνης, μπίρα αρχ. είδος αιγυπτιακού ποτού που παρασκευαζόταν από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λόγω τής σημασίας της (είδος… … Dictionary of Greek